- εδίδασκε
- ἐδίδασκεδιδάσκωinstruct: imperf ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐδίδασκε — διδάσκω instruct imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CICYNNA — tribus Acamantidosgens, Aristoph. in Nub. Ibi festum olim sollenne in Apollinis honorem. Hinc Κικιννεὺς, qui ex hac demo erat oriundus. Inscr. vetus, ΛΥΣΙΚΡΑΤΗΣ ΛΥΣΙΕΙΔΟΥ ΚΚΥΝΝΕΥΣ ΕΧΘΡΗΓΕΙ ΑΚΑΜΑΝΘΕΣ ΠΑΙΔΩΝ ΕΝΙΚ ΘΕΩΝ ΗΥΛΕΙ ΛΥΣΙΑΔΗΣ ΑΘΗΝΙΟΣ… … Hofmann J. Lexicon universale
TRIPUS — non unius olim generis. Fuere enim alii τρίποδες ἐμπυριβῆται, sive λέβητες λοετροχόοι, in quibus calefiebat aqua loturis, vel lebetes lavantibus aquam fundentes. Alii fuerunnt τρίποδες ἄπυροι, non sentientes ignem, qui ornatui solum templorum et… … Hofmann J. Lexicon universale
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
τηλέφειος — α, ο / τηλέφειος, ον, ΝΑ, θηλ. και α, Α [Τήλεφος] το θηλ. ως ουσ. η τηλέφεια (στην αρχ.) τετραλογία που πραγματευόταν, πιθανώς, τον μύθο τού Τηλέφου και η οποία περιλάμβανε τα συγγενή δράματα Αλεάδαι, Μυσοί, Αχαιών Σύλλογος και Τήλεφος («Σοφοκλῆς … Dictionary of Greek
υδαρής — ές / ὑδαρής, ές, ΝΜΑ [ὕδωρ, ατος] υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος 3. (για το χρώμα τής επιδερμίδας) ωχρός 4 … Dictionary of Greek
Ελεαβούλκος, Θεοφάνης — (16ος αι.). Λόγιος, μοναχός και δάσκαλος, από τους πρωιμότερους της περιόδου της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Είναι γνωστό πάντως ότι αρχικά ονομαζόταν Θωμάς και ότι ο πατέρας του καταγόταν από την … Dictionary of Greek